- -θμος
- επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος -mo- (-μο-) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση -dh- (-θ-) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ. -θλον, -θρον) Εμφανίζεται ήδη από τους ομηρικούς χρόνουςπρβλ. αρ-θμός (< αραρίσκω), βαθμός (< βαίνω) κ.α., ενώ επτά ομηρικά παράγωγα από ρήματα σε -έω, -άω έχουν σχηματιστεί με την παρεκτεταμένη σε -η-μορφή τού επιθήματοςπρβλ. κνυζ-ηθμός (< κνυζ-άομαι, -έομαι), μυκ-ηθμός (< μυκ-αομαι), ορχ-ηθμός (< ορχ-έομαι) κ.ά.Λέξεις τής ελλ. με επίθημα -θμος είναι: αριθμός, βρυχηθμός, ἠθμός, ισθμός, κλαυθμός, μυκηθμός, πορθμός, ρυθμός, σταθμόςαρχ.ανδαιθμός, αρδηθμός, αρθμός, βληχηθμός, βυθμός, γευθμός, γναθμός, δαηθμός, δαιθμός, εθμός, ειδηθμός, ειλυθμός, εκμυζηθμός, ελκηθμός, ελκυθμός, ενιαυθμός, ηθμός, ιαθμός, ιαυθμός, ινηθμός, καρθμός, καυθμός, κευθμός, κηληθμός, κινηθμός, κνηθμός, κνυζηθμός, κυκηθμός, λακηθμός, λυκηθμός, μελεδηθμός, μηκηθμός, μηνιθμός, ναθμός, ογκηθμός, ορχηθμός, πηδηθμός, σκαρθμός, σκιρτηθμός, τεθμός, τετθμός, ωρυθμός.
Dictionary of Greek. 2013.